Το Λεξικό του Chat

Γκικ = Φύτουκλας (και τα πιο ελαφρά: σπασίκλας, φυτό). Geek: Ατομο που δεν «το ?χει» με το γενικό περιβάλλον και που είναι κολλημένο με αντικείμενα ή θέματα διανοητικού περιεχομένου, τεχνολογίας και αντίστοιχων παιχνιδιών (ηλεκτρονικών και μη). Το «σπασίκλας» αφορά περισσότερο τον κολλημένο με τα βιβλία και τα μαθήματα.

Ντρίμι = Το αγγλικό «dreamy» (ονειρικός, όνειρο), αντικαθιστά ταχύτατα το -παλιότερο- «θεϊκός». Για γραπτά μηνύματα?

Ο-μι-τζι= Ο.Μ.G., τα αρχικά τού «oh, my God!» (Θεέ μου!). Εκφραση πάρα πολύ της μόδας στην Αμερική, πέρασε μέσω ίντερνετ τσάτινγκ σε όλο τον κόσμο. Μόνο που εδώ χρησιμοποιείται και? προφορικά!

ΛΟΛ = L.Ο.L., τα αρχικά τού «laugh out loud» (γελάω δυνατά). Διεθνώς χρησιμοποιείται μόνο στη γραπτή επικοινωνία μέσω ίντερνετ ή sms, εδώ ακούγεται κιόλας. Σημειώστε και το αρκετά χιουμοριστικό προφορικό «Ο-μι-τζι και τρία ΛΟΛ!».

ROTF-LOL = Ο υπερθετικός του ΛΟΛ,«rolling on the floor laughing out loud»: Κυλιέμαι στο πάτωμα από τα γέλια! Ευρύτατης χρήσεως στο ίντερνετ. Της ιδίας φύσεως και τα:

LMAO = Laughing my ass off: Ξεκωλώθηκα στο γέλιο.

LMFAO = Laughing my fucking ass off: Ξεκωλώθηκα εντελώς και συνεχίζω να γελάω.

ROFLMAO = Rolling on floor laughing my ass off: Κυλιέμαι στα πάτωμα ξεκωλωμένος από τα γέλια (και πάει λέγοντας?).

BF / GF = Boy-friend, Girl-friend: Το αγόρι/ το κορίτσι ή αυτός/-ή που θέλουμε.

BFF = Best friends forever: Η κολλητή (βλέπε και την ομότιτλη εκπομπή ριάλιτι με την Πάρις Χίλτον).

F2F = Face to face: Πρόσωπο με πρόσωπο. Παίζει πολύ στα sms «ψησίματος».

ΤΥ = Thank you, ευχαριστώ εν συντομία.

Μιλφ = MILF, τα αρχικά του «mother Ι?d like to fuck» (όχι, δεν θα σας το μεταφράσω!). Περιγράφει γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας (θα μπορούσε να είναι και μητέρα) που ξεσηκώνει τον νεότερο αντρικό πληθυσμό. Η φράση έχει περάσει και στα βιντεοκλάμπ, όπου στις ροζ ταινίες οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να αναζητήσουν «Μιλφάκια»! Στην Αμερική παίζει και το GILF («grand-mother?» και τα λοιπά), που εδώ δεν έχει πιάσει ? και πολύ λογικά, γιατί οι ελληνίδες γιαγιάδες σπάνια φέρνουν στην Γκόλντι Χόουν!

WTF? = Τα αρχικά τού «what the f**k?». Σε ελεύθερη μετάφραση, τι στο διάολο; Αποκλειστικά σε γραπτή επικοινωνία.

POS = Parent over shoulder, συνθηματικό «σύρμα». Σημαίνει στην ιντερνετική γλώσσα «γονιός πάνω απ? τον ώμο μου», δεν μπορώ να μιλήσω τώρα?

Ρ911 = Συναγερμός, γονείς! Από το Ρ (parent) και τον αριθμό 911 (το αμερικανικό της αμέσου βοηθείας)!

CD9 ? Code 9 = Και πάλι συνθηματικό στον τύπο με τον οποίο «τσατάρεις» για το ότι εμφανίστηκε γονιός στο δωμάτιο! Εμπνευσμένο από τους συναγερμούς (code) της αμερικανικής αστυνομίας.

BRB = Επιστρέφω αμέσως («be right back»), όταν αφήνεις τη σελίδα ή βγαίνεις από το διαδίκτυο μέχρι να φύγει ο γονιός!

ASL = Από τα αρχικά των «age, σeξ, location» (ηλικία, φύλο, τόπος): Αποκλειστικά στο τσάτινγκ, για να ξέρεις με ποιον έχεις να κάνεις!

RTMS = Τα αρχικά τού «Ρώτα τη μάνα σου!» ή, μάλλον, «Rota ti mana sou»! Ευφυές και ξεκαρδιστικό. Αποκλειστικά και μόνο σε γραπτή επικοινωνία.

Το έχω! = Ναι, το μπορώ/το γνωρίζω/μου φαίνεται καλή ιδέα. Σημαίνει, επίσης, είμαι καταπληκτικός: «Το ?χεις, λέμε!» Συνώνυμο του παλιότερου «Είσαι θεός/-ά!» και του ακόμη παλιότερου «Σκίζεις!».

Δεν της το ?χα = Δεν την είχα ικανή για κάτι τέτοιο?

Δεν υπάρχει! = Είναι απίστευτο, τρελό, καταπληκτικό. Το χρησιμοποιούμε και ως υπερθετικό για πρόσωπα: «Καλά, δεν υπάρχεις, μιλάμε!»

Ο,τι να ?ναι = Χρησιμοποιείται πάρα πολύ και με διάφορες αφορμές, αλλά και χωρίς αφορμή· δηλώνει την ασυνεννοησία, την ανοργανωσιά. Ως χαρακτηρισμός προσώπου δηλώνει κάποιον που είναι στον κόσμο του: «Ο τύπος είναι ό,τι να ?ναι!» Ανάμεσα σε παρέες, παίρνει και την έννοια του «Δε βαριέσαι» ή του «Ας πάει και το παλιάμπελο»: «Είδαμε μαραθώνιο ?True Blood? όλο το Σάββατο! ? Καλά, ό,τι να ?ναι!» ή «Τι λέτε; Τρία επεισόδια έμειναν, να τα δούμε; ? Καλά, ό,τι να ?ναι!»

Το ?χει κάψει, είναι καμένος = Τα εγκεφαλικά του κύτταρα έχουν καταστραφεί (από ουσίες ή από βιντεογκέιμ).

Δεν την παλεύω = Δεν μπορώ, δεν αντέχω άλλο, δεν «το ?χω».

Τα σπάμε = Είμαστε καταπληκτικοί, «το ?χουμε», περνάμε σούπερ. «Τα σπάει!» = είναι τέλειο, εντυπωσιάζει?

Πού ?σαι, ρε μαν; = Η φράση χρησιμοποιείται έτσι ακριβώς ως χαιρετισμός. Από το αγγλικό man και με εμφανή την επιρροή της χιπ χοπ κουλτούρας.

Νταουνιάσου! = Κάτσε κάτω, sit down. Είναι νέα, χιουμοριστική χρήση που δεν έχει σχέση με το «νταουνιάζομαι», το «πέφτω ψυχολογικά», που ήταν λαστ γίαρ!

Ενιγουέι = (Anyway) Οπως και να ?χει. Χρησιμοποιείται όπως και το αντίστοιχο αγγλικό.

Χελόου; = (Hello?) Είναι κανείς εκεί; (μέσα στο κεφάλι σου) ή «το ?χεις ακατοίκητο;» Χρησιμοποιείται όπως και το αντίστοιχο αγγλικό, για να δηλώσει το υπερπροφανές, αυτό που ο άλλος είναι «ζώγγολο» αν δεν το καταλαβαίνει.

Τζίζας = (Jesus) Ο Ιησούς και τα άτομα που έχουν εμφάνιση αυτού του τύπου. «Πού πας, ρε μεγάλε, με τα μαλλιά σαν τον Τζίζας;»

Ρισπέκτ! = (Respect!) Χρησιμοποιείται όπως και η αντίστοιχη αγγλική έκφραση, για να δηλώσει βαθιά εκτίμηση σε πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση: «Εντάξει, ξέρει μπάσκετ το άτομο, ρισπέκτ!» ? «Χα, χα, ρισπέκτ, μεγάλε, μου ?φτιαξες το κέφι, μαν!»

Οκέικ = Το οκέι σε χιουμοριστική εκδοχή, με μεγάλη πέραση αυτόν τον καιρό.

Αν-παίκταμπλ = Από το στερητικό α + παίζομαι + την αγγλική κατάληξη -able: Δεν παίζεται!

Λ.Α. (προφέρεται ελ έι) = Το λεκανοπέδιο Αττικής, στη γλώσσα των χιπ-χόπερ και των δυτικών προαστίων. Πώς είναι το Λος Αντζελες; Καμία σχέση!

Το συσιφόνι = Ελληνοποίηση του youtube (εσύ+σιφόνι). Χρησιμοποιείται με χιουμοριστική διάθεση.

Λεβελιάζω = Από το αγγλικό level: Ανεβαίνω επίπεδα με γοργούς ρυθμούς, σε ον λάιν γκέιμ. Σημαίνει και το έχω κολλήσει άσχημα (εθιστεί) και παίζω όλη μέρα.

Ζούδι = Ζώο, άχρηστος. Η νέα γενιά το χρησιμοποιεί με σχετικά ελαφριά διάθεση. «Καλά, ρε ζούδι, δεν υπάρχει αυτό που λες!»

Ζώγγολο = Από το ζώο + μόγγολο. Χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στη χαμηλή διανοητική ικανότητα του αναφερόμενου ως «ζώγγολο».

Ούζο = Ούφο, ζώο, χαζό.

Αργάμισι = Αργά και κάτι παρά πάνω: «Τι ώρα γύρισες χτες; ? Ε, αργάμισι!», «Καλά, ας μην τον περιμένουμε, αυτός θα έρθει αργάμισι!»

Εφαγα χι, έριξα χι = Απόρριψη, χυλόπιτα, διακοπή διπλωματικών σχέσεων: «Δεν με ξέρει καλά εμένα, θα φάει ένα χι που θα είναι όλο δικό του!»

Καστανάς = Ο ασήμαντος, ο τίποτα: «Τι κάνει αυτή με τον καστανά;»

Σάπιος = Κάποιος που δεν είναι εντάξει.

Μαλέφας = Μαλ (μαλάκας) + έφας (ελέφας). Συνώνυμο του «γκράντε μαλάκα» σε λιγότερο προσβλητική εκδοχή.

Μακάκας = Πολύ χοτ λόγω Λαζόπουλου.

Μαλακάσας = Λίγο πιο ελαφρύ από το σκέτο?

Μαέβιους = Ο,τι και τα παραπάνω, αναφορά στον «Μαέβιους Παχατουρίδη», τον πομπώδη ζωγράφο από τους Α.Μ.Α.Ν.

Σκαλώνω = Κολλάω, δυσκολεύομαι: «Να δεις πώς τον είπε; Σκάλωσα τώρα?»

Λούζομαι, το λούζω = Αράζω χωρίς να κάνω τίποτα, «σαπίζω»: «Πώς λούστηκες χτες;» (Δηλαδή, τι έκανες;) Συχνές χρήσεις: «Ασε, σήμερα πάλι έλουσα» ? «Είσαι λούστης!»

Σάπινγκ = Από το «σαπίζω» και την κατάληξη -ing: Το λούζω, δεν κάνω τίποτα, είμαι όλη μέρα στον καναπέ? «Κομμάτια είμαι από χτες, σήμερα θα κάνω σάπινγκ». Να μη συγχέεται με το παλιότερο «κοκούνινγκ», που ήταν η αγγλική έκφραση cocooning και είχε τη θετική έννοια του αράγματος στο ζεστό σπιτικό.

Κλασικά = Ξανά στη μόδα μεταξύ των νέων παιδιών, προς απόδειξιν του ότι όλες οι μόδες, ακόμη και οι λεκτικές, μπορούν να επιστρέψουν: «Και, κλασικά, το λούσαμε και χτες». Σήμερα, όμως, χρησιμοποιείται όπως και το «classic» στα αγγλικά, ως δήλωση του αναμενόμενου: «Και του είπα του μαλέφα, η γκόμενα είναι φέτα, αλλά αυτός εκεί, σκάλωσε! ? Κλασικό!»

Επικό = Τρομερό, καταπληκτικό, ανώτερο από «κλασικό». Επίσης χαρακτηρίζει και μια εντυπωσιακή γυναίκα: «Επική γκόμενα, λέμε!»

Ελεος! = Χρησιμοποιείται όπως και το αντίστοιχο αγγλικό «mercy!» ως επιφώνημα. «Πάλι ποδόσφαιρο θα δείτε; Ελεος!»

Σαύρα = Μη εμφανίσιμη κοπέλα.

Φ.Ε.Τ.Α.= Το ίδιο, από τα αρχικά Φανατική Εκπρόσωπος Της Ασχήμιας!